κλασικότητα

κλασικότητα
η
η ιδιότητα του κλασικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Πάβλοβα, Άννα — (Πετρούπολη 1882 – Χάγη 1931). Ρωσίδα χορεύτρια. Σπούδασε χορό στην αυτοκρατορική σχολή, τελειοποιήθηκε με τους Γκερντ και Τσεκέτι και διακρίθηκε κατόπιν στο Μαριίνσκι. Πολύ γρήγορα έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο και κατέκτησε εξέχουσα θέση στο… …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”